(*...τυλίγεις τα πέντε δάχτυλα σου στης λύρας τον λαιμό και με τις δοξαριές ανάβεις στην καρδία φωτιές)

Κατασκευή της Λύρας

Η κατασκευή της λύρας στον Πόντο γινόταν συνήθως από ξύλο δαμασκηνιάς (κοκίμελον), το οποίο έκοβαν αρχές φθινοπώρου για να μην έχει πολλή υγρασία. Ο κορμός δεν έπρεπε να έχει ρόζους ή σχισίματα. Το έβαζαν μέσα σε χωνεμένη κοπριά για να ξεραθεί τελείως ώστε να μην σκάσει και το άφηναν πολλή καιρό, έως και δύο χρόνια, ώστε να ξεραθεί καλά. Χρησιμοποιούσαν το ξύλο δαμασκηνιάς γιατί είναι σκληρό και δεν επηρεάζεται εύκολα από την υγρασία. Χρησιμοποιούσαν και άλλα ξύλα,όπως ο κισσός. Στον ελλαδικό χώρο,όπου το κλήμα είναι πιο ξηρό, χρησιμοποιούν και άλλον ειδών ξύλα, τα οποία συνήθως λουστράρουν.

Αυτό το ξύλο το επεξεργάζονταν συνήθως οι ίδιοι οι λυράρηδες, στρογγυλεύοντας εσωτερικά τις γωνίες του σκάφους για να ανακλάται ο ήχος προς τα έξω. Γι’ αυτό λένε ότι οι μονοκόμματες λύρες παίζουν καλύτερα. Βεβαίως έχει αλλάξει η τεχνική κατασκευής – τώρα η λύρα για ευκολία γίνεται κομματιαστή, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα είδη ξύλου.

αρχείο Χρήστου Πολιτίδη
Η κατεύθυνση των νερών του ξύλου του καπακιού είναι κάθετη και το καπάκι τοποθετείται διαφορετικά ανάλογα με τον λυράρη (κεμεντζετσή) εάν αυτός είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας, καθώς η πυκνότητα των αυξητικών δακτυλίων (νερών) διαφοροποιείται από την μία στην άλλη πλευρά. Το σκάφος της λύρας μπορεί να κατασκευαστεί με διάφορους τρόπους. Ένα σκάφος μπορεί να είναι σκαφτό (δηλαδή σκαμμένο μονοκόμματο ξύλο) ή με συγκόλληση μονοκόμματων επιφανειών (πλευρά, ράχη) ή με συγκόλληση πολλών μικρών τμημάτων διαφορετικών ξύλων (όπως πχ το ηχείο ενός μπουζουκιού). Η τελευταία μέθοδος ονομάζεται "τογραμαλί".

Οι ίνες του τοξαριού είναι τρίχες ουράς αλόγου και ονομάζονται "τσάρια" (τshάρια).



Περιγραφή μερών

Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά μέρη: Κύριο σώμα, εξαρτήματα και το τόξο. Η μορφή της λύρας είναι φιαλόσχημη.

πηγή: http://el.wikipedia.org

# Ποντιακή ονομασία Σημασία
1 Το κιφάλ Η κεφαλή
2 Τα ωτία Αυτά (ώτα)
3 Η γούλα Λαιμός
4 Το σπαρέλ Γλώσσα, ταστιέρα
5 Το καπάκ Καπάκι, κάλυμμα
6 Τα ρωθώνια Ρουθούνια
7 Ο γάιδαρον Καβαλάρης, γάιδαρος
8 Το παλικάρ Παλικάρι (χορδοκράτης)
9 Το σκαφίδ Σκάφος
10 Το στυλάρ ή στουλάρ Στυλιάρι
11 Τα κόρδας Χορδές

Το κυρίως σώμα του οργάνου, ονομάζεται "σκάφος", είναι φιαλόσχημο και συγκροτείται από:
Το καπάκι ή καπάκ που είναι η άνω επιφάνεια του σκάφους.
Ο βραχίονας, ή λαιμός, ή γούλα, ή μπράτσο, που είναι το πάνω μέρος του οργάνου που βαστάει ο λυράρης με το αριστερό χέρι.
Η γλώσσα, ή ταστιέρα, ή σπαλέρ (άλλοι ονομάζουν σπαρέλ, εκ του ιταλικού "σπαλιέρα" (= περίφραγμα), που ονομάζεται έτσι το ειρεισίνωτο
Το κεφάλι, ή κιφάλ , ή κεφαλή, το ανώτερο τμήμα του οργάνου
Η ράχη (ή ράshια), ή πλάτη, το πίσω μέρος του οργάνου.
Η ψυχή, ή στυλάρ, ή στουλάρ, πρόκειται για ένα ευλίγιστο σχετικά ξύλο που είναι σφηνωμένο στο εσωτερικό του οργάνου μεταξύ ηχείου (καπακιού) και της πλάτης (ράχης).
Τα μάγουλα, ή μάγλα, λέγονται οι πλευρές (δεξιά και αριστερά) του οργάνου (σκάφους)
Τα ρωθώνια, ή ρουθούνια, λέγονται αυτά που σχηματίζουν μικρά τόξα και στις άκρες τους φέρουν τρύπες όπως οι προηγούμενες.

Εξαρτήματα


Τα ωτία, ή αυτιά, ή κλειδιά, τρία ξύλινα εξαρτήματα σχήματος Τ στα οποία που σφηνώνονται σε τρύπες της τριγωνικής κεφαλής όπου τυλίγονται οι άνω άκρες των χορδών. Σήμερα χρησιμοποιούνται μηχανικά ωτία με γρανάζια.
Το παλικάρι, ή παλικάρ, ή χορδοκράτης, είναι ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου Δ, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών.
Ο καβαλάρης, ή γάιδαρον, ή γαϊδούρι, ή γέφυρα, εξάρτημα που φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές από τις οποίες φέρονται οι τρεις χορδές για να μη μετακινούνται δεξιά - αριστερά.
Οι χορδές, (τρεις), που στερεώνονται στο παληκάρ και, όπου μέσα από τις τρεις οπές του που βρίσκονται στο πάνω μέρος του, φέρονται πάνω από τις εγκοπές του καβαλάρη και καταλήγουν στα ωτία, απ΄ όπου γίνεται η διαδικασία του χορδίσματος (και όχι κουρδίσματος που λανθασμένα έχει επικρατήσει). Από το σημείο του καβαλάρη οι χορδές στην οριζόντια όψη τους ισαπέχουν μεταξύ τους μέχρι το λαιμό όπου αρχίζουν ελαφρά να συγκλίνουν πάνω από το κέντρο της γλώσσας καταλήγοντας στα ωτία.

Οι χορδές φέρουν τις ονομασίες "ζιλλ", "μεσαία" και "χαμπά" και χορδίζονται άλλοτε σε ψηλό τόνο λεγόμενο "ζήλεια" και άλλοτε σε χαμηλό, λεγόμενο "καπάνια". Οι χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές σε τόνους λα, μι και σι.

Τόξο

Το Τόξο ή "τοξάρ" ή "δοξάρι" είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Το όνομά του προέρχεται από το τόξο που δημιουργούν οι ίνες του. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του, η πάνω που λέγεται "μύτη" και η κάτω που λέγεται "τακούνι". Οι ίνες περνώντας από τη μύτη καταλήγουν στο τακούνι όπου δένονται εκεί με δέρμα. Το σημείο αυτό που είναι κυλινδρικό κρατιέται με το δεξί χέρι του οργανοπαίκτη και με το μέσο και παράμεσο δάκτυλο πιέζεται ώστε η δέσμη να διατηρείται τεντωμένη.

Η κατασκευή του τοξαριού πρέπει να είναι αρκετά προσεγμένη δεδομένου ότι αποτελεί το άλφα και το ωμέγα ως εργαλείο του λυράρη. Ειδικά για τον Πόντιο λυράρη που μπορεί να το χειριστεί με αφάνταστη αριστοτεχνική μαεστρία και με ταχύτητα που μπορεί να φθάσει και στις επτά δοξαριές το δευτερόλεπτο.


(αρχείο Χρήστου Πολιτίδη)

Το μέγεθος της λύρας (κεμεντζέ) ήταν συνήθως 45-60 εκατοστά. Από το λαιμό (γούλα) μέχρι το σημείο όπου τοποθετείτο ο γάιδαρος ήταν τα δύο τρίτα του μεγέθους της λύρας χωρίς το κεφάλι, το δε πλάτος της ήταν 7-11 εκατ., όσο ήταν και το μέγεθος του λαιμού. Στην περιοχή της Ματσούκας (Τραπεζούντα) συναντάμε τις πιο μακρόστενες και υψίφωνες (ζιλ) λύρες του Πόντου. Οι χορδές της είναι συνήθως μια Σι κιθάρας (0,14) και δυο Λα βιολιού. Παίζονται με το τοξάρ’(δοξάρι), που παλαιότερα είχε τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου, ώστε να μην είναι καμένες από τα ούρα. Κουρδίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές. Η κεμεντζέ παίζεται συνήθως μόνη της και σε κλειστούς χώρους. Στους ανοιχτούς μπορούσαν να παίζουν δύο και περισσότερες κεμεντζέδες μαζί, χρησιμοποιώντας καμιά φορά σαν όργανο συνοδείας το νταούλι.

Στα κυρίαρχα στοιχεία της ποντιακής λύρας ιδιαίτερη θέση κατέχει ο κατασκευαστής αυτής όπου θεωρητικά είναι και ο πρωταγωνιστής όχι μόνο της ύπαρξής της όσο και της συμμετοχής της στα διάφορα δρώμενα της ποντιακής πολιτιστικής σκηνής μέσα στο ιδιαίτερο ποντιακό υφολογικό ιδίωμα φθάνοντας έτσι σε μια μουσική δημιουργία υψηλών προδιαγραφών. Χάρη σ΄ αυτή ο λαϊκός παραδοσιακός ιστός μπορεί να πλέκει τραγουδιστά όλα τα συναισθήματα σε χορευτικά ρυθμικά σχήματα, σπουδαίες μουσικές φόρμες που να μπορούν να ξεσηκώνουν τα σώματα των Ποντίων σε ρωμαλέους ρυθμικούς χορούς μικτών και άνισων μέτρων, που ομολογουμένως γιγαντώνουν τις ποντιακές ψυχές σε σημείο που να δίδουν με παραστατικότητα την αίσθηση της ψυχικής ανάτασης.


[βρείτε σχετικά βίντεο, εδω]