(*...τυλίγεις τα πέντε δάχτυλα σου στης λύρας τον λαιμό και με τις δοξαριές ανάβεις στην καρδία φωτιές)

Μουσικά Όργανα του Πόντου


Τα μουσικά όργανα που υπήρχαν στον Πόντο ήταν:
  •     Η λύρα (κεμεντζές)
  •     Η ζουρνά ή ο ζουρνάς
  •     Αγγείον ή τουλούμ’ ζουρνά
  •     Χειλιαύρι(ν) ή Χειλιαύλι(ν)- (χιλίαυλος)
  •     Ταούλ (νταούλι)

Η Λύρα (κεμεντζές)

Ο κεμεντζές ή η κεμεντζέ είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο η καταγωγή του κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία,στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα. (περισσότερα για την ποντιακή λύρα στην ανάλογη ενότητα)


Η ζουρνά ή ο ζουρνάς

Στις κοινωνικές εκδηλώσεις που γινόταν σε ανοιχτούς χώρους στον Πόντο,κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο ζουρνάς με τη συνοδεία νταουλιού, και κατά δεύτερο το αγγείον (τουλούμ).Λόγω της μεγάλης ηχητικής έντασης ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και έδινε τη δυνατότητα να χορεύουν πάρα πολλά άτομα ακούγοντάς το, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με τον κεμεντζέ(λύρα).

Το όργανο αυτό παρουσίαζε ένα μειονέκτημα.Λόγω της ιδιομορφίας του ήχου ήταν πολύ δύσκολο το τραγούδι, γι' αυτό τα άτομα που μπορούσαν να τραγουδήσουν συνοδεία ζουρνά ήταν πολύ περιορισμένα. Επειδή το τραγούδι είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ποντιακή διασκέδαση, σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις χρησιμοποιούσαν τον ζουρνά μόνο για χορό και στο τραπέζι είχαν κεμεντζέ για το τραγούδι.

Το μέγεθος του οργάνου αυτού διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στη Τραπεζούντας συναντάμε το μικρότερο μέγεθος, περίπου 25-30 εκατοστά, με πολύ οξύ ήχο.

Στις περισσότερες περιοχές του Πόντου βρίσκουμε το μεσαίο μέγεθος, που συνήθως κυμαίνεται γύρω στα 40-45 εκατοστά. Ενώ στην περιοχή της Μπάφρας συναντάται το μεγαλύτερο μέγεθος, γύπω στα 60 εκ. Κατασκευαστής του όργανου ήταν συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν ως επί το πλείστον οξιά, κερασιά, σφενδάμι, καρυδιά, μουριά, βερικοκιά κλπ. 


Αγγείον ή τουλούμ΄ ή τουλούμ΄ ζουρνά (τσαμπούνα ή γκάιντα)

Μαζί με την ζουρνά, το αγγείον είναι το κατεξοχήν μουσικό όργανο για ανοιχτούς χώρους, και όχι μόνο. Μετά την κεμεντζέ ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Πόντιους του Ανατολικού Πόντου. Καλός τουλουμτζής ήταν αυτός που, όπως στα υπόλοιπα μουσικά όργανα, μπορούσε την ώρα που παίζει να κινείται ελεύθερα, να χορεύει και με προτροπές να ξεσηκώνει τον κόσμο. Πολλοί οργανοπαίχτες αυτού του είδους, μέσα στην έξαρση και την έξαψη του χορού και του ποτού, ξάπλωναν πάνω στο δρόμο και έπαιζαν παρασύροντας τους χορευτές σε ξέφρενους ρυθμούς.

Το όργανο αυτό αποτελείται από τα εξής μέρη:

    -Το παστ΄ (δέρμα ζώου, ασκί)
    -Τη στομωτήρα ή φυσερόν (επιστόμιο)
    -Το αγγόξυλον ή νάβ, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα παράλληλα τα δύο καλάμια με τα τσιμπόνια (γλωσσίδια) που παράγουν τον ήχο.

Το όργανο αυτό το κατασκεύαζε συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης – και απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και μεγάλη υπομονή. Το καταλλητότερο δέρμα για την κατασκευή του ήταν της κατσίκας, σπανίως χρησιμοποιούσαν του προβάτου.


Χειλαύρι(ν) ή Χειλιαύλι(ν) – (χιλίαυλος) / Γαβάλ ή γαβαλόπον (φλογέρα)

Με αυτά τα ονόματα συναντάμε το
συγκικριμένο όργανο στον Πόντο. Ηταν
κατεξοχήν ποιμενικό όργανο που το κατασκεύαζαν οι βοσκοί στα βουνά του Πόντου και παίζοντάς το περνούσαν ευχάριστα τις ατέλειωτες ημέρες της μοναξιάς τους. Στην περιοχή της Ματσούκας αυτό το όργανο απέδιδε περίψημα τον ανεπανάληπτο βουκολικό σκοπό "μακρύν καϊτέν" ή "ορμάνι` καϊτέν" ή "ομάλια" (μακρόσυρτος σκοπός ή σκοπός του δάσους).

Πολλές φορές όμως, από έλλειψη άλλων οργάνων, διάφορες παρέες το χρησιμοποιούσαν για τη διασκέδασή τους. Με αυτό τραγουδούσαν περισσότερο επιτραπέζιους σκοπούς και λιγότερο χόρευαν, λόγω του ότι είναι περιορισμένων δυνατοτήτων επειδή είναι μονοφωνικό (παίζει σε ένα τόνο) και δεν έχει μεγάλη ένταση. Βέβαια εδώ στην Ελλάδα, με τη βελτίωση των γνώσεων περί μουσικής, αυτοί που παίζουν φλογέρα κουβαλούν μαζί τους πολλά τέτοια όργανα διαφόρων τόνων.

Το γαβάλ ή χειλιαύρι(ν) το συναντάμε σε διάφορα μεγέθη, από 25 έως 40 εκατοστά. Γίνεται από διάφορα ξύλα: καρυδιά, καστανιά, μηλιά, έλατο, οξιά, κρανιά, κέδρο, σφενδάμι κλπ., ή από καλάμι.

Στον Πόντο χρησιμοποιόντουσαν περισσότερο το ξύλο γιατί όλα τα βουνά είναι γεμάτα από τέτοια δένδρα, ενώ το καλάμι ήταν πιο δυσεύρετο. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τη σωστή επιλογή του ξύλου, το οποίο δεν έπρεπε να έχει ρόζους, να είναι ίσιο και όσο το δυνατό ισόπαχο.


Ταούλ` (νταούλι)

Είναι το κυρίαρχο όργανο συνοδείας του ζουρνά, του αγγείου (γκάιντα) και σπανιότερα του κεμεντζέ (λύρα). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, λιγότερο δε στους κλειστούς όπου έπαιζαν πιο μαλακά για να μην σκεπάζει τον ήχο των άλλων οργάνων, ιδίως του κεμεντζέ.

Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του οργανοπαίχτη. Ενας ψηλός με μακριά χέρια έφτιαχνε σίγουρα μεγαλύτερο από έναν μικροκαμωμένο. Πάντως στον Πόντο γενικά συνήθιζαν νταούλια μεγάλου μεγέθους. Το ξύλο που χρισιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν καστανιά, την οποία θεωρούσαν ότι παράγει τον καλλίτερο ήχο.